- γεραρός
- -ά, -όν (AM γεραρός, -ά, -όν)αξιοσέβαστοςαρχ.1. γεραιός*2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ γεραροίοι πρεσβύτεροι, οι ιερείς3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) αἱ γεραραίιέρειες του Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < *γέραρ, παράλληλος τ. τού γέρας με θέμα σε -τ].
Dictionary of Greek. 2013.